Οι ιδιοτροπίες ξεκινούν από τον λογισμό

-Γέροντα, αυτός που σιχαίνεται, γιατί το παθαίνει;

-Πες μου, εσύ τι σιχαίνεσαι;

-Όλα τα σιχαίνομαι.

-Τότε όλα σε εσένα θα έρχονται! Και τα σκουλήκια στα φρούτα ή στα όσπρια και καμιά τρίχα στο ψωμί κ.λπ.

-Έτσι γίνεται Γέροντα!

-Δόξα Σοι ο Θεός! Βλέπεις πόσο σε βοηθάει ο Θεός για να το ξεπεράσεις;

-Από τον λογισμό δεν ξεκινάει, Γέροντα αυτό; Ας πούμε ότι βρήκε η αδελφή μια τρίχα. Ας την βγάλει στην άκρη.

-Αυτό είναι ευλογία! Δώσ’ την σε εμένα, να την πάρω εγώ ευλογία!… Άχ! Θυμάμαι, μια φορά στο Σινά πηγαίναμε κάπου με έναν μοναχό και του έδωσα δύο ροδάκινα. Τον βλέπω, δεν τα τρώει. Ήθελε να πάει να τα πλύνει, για να τα φάει,και τα κρατούσε στα χέρια,μην τα βάλει στην τσέπη και κολλήσουν μικρόβια και από την τσέπη! Ο αδελφός του που είχε οκτώ παιδιά μου έλεγε: “Περισσότερο σαπούνι ξοδεύει αυτός, για να πλύνει τα χέρια του, παρά η γυναίκα μου με τα οκτώ παιδιά που πλένει!”. Και να δείτε τι έπαθε! Εκεί στο Σινά έδιναν σε κάθε καλόγερο και έναν Βεδουΐνο, για να τον εξυπηρετεί, να του πηγαίνει το φαγητό κ.λπ. Ο Βεδουΐνος που έδωσαν σ’ αυτόν ήταν ο πιο βρόμικος απ’ όλους. Κατάμαυρος! Μύριζαν τα ρούχα του, μύριζε ολόκληρος. Μια εβδομάδα έπρεπε να τον βάλεις στο μουσκιό, για να καθαρίσει! Τα χέρια του ήταν…,μην τα ρωτάς! Έπρεπε να τα ξύσεις με την σπάτουλα! Εν τω μεταξύ, όταν έπιανε το τσανάκι, για να του πάει φαγητό, έβαζε τα δυό του δάκτυλα μέσα. “Φύγε, φύγε”, του φώναζε εκείνος , μόλις τον έβλεπε. Τελικά αυτός ο μοναχός ούτε δυό εβδομάδες δεν κάθησε στο Σινά και έφυγε.

Θυμάμαι, και στο κοινόβιο είχαμε έναν μοναχό που ως λαϊκός ήταν νωματάρχης. Τον είχαν βάλει διαβιβαστή, γιατί ήταν μορφωμένος. Τόσα χρόνια ήταν στο μοναστήρι και σιχαινόταν. Που να αγγίξει πόμολο! Με το πόδι άνοιγε την πόρτα ή σκουντούσε το μάνταλο με τον αγκώνα και μετά καθάριζε με οινόπνευμα το μανίκι που το ακούμπησε! Ακόμη και την πόρτα της εκκλησίας με το πόδι την άνοιγε. Και επέτρεψε ο Θεός, όταν γέρασε, να σκουλικιάσουν τα πόδια του, ιδίως το ένα με το οποίο άνοιγε τις πόρτες. Ήμουν παρανοσοκόμος, όταν ήρθε για πρώτη φορά στο νοσοκομείο της μονής με δεμένο το πόδι. Μου είπε ο νοσοκόμος να το λύσω και εκείνος πήγε να φέρει κάτι γάζες. Όταν το άνοιξα, τι να δω! Πω, πω, ήταν γεμάτο σκουλίκια! “Πήγαινε στην θάλασσα, του λέω, πλυν’ το, να φύγουν τα σκουλίκια , και έλα να κάνουμε αλλαγή”. Που είχε φτάσει! Τι τιμωρία! Εγώ τα έχασα. Μου λέει ο νοσοκόμος: “Κατάλαβες από τι είναι αυτό;”. “Κατάλαβα, του λέω, επειδή ανοίγει την πόρτα με το πόδι!”.

-Και σ’ αυτήν την κατάσταση, Γέροντα, συνέχιζε να ανοίγει την πόρτα με το πόδι;

-Ναι με το πόδι! Και είχε γεράσει καλόγερος!

-Δεν το κατάλαβε;

-Δεν ξέρω. Μετά πήγα στην μονή Στομίου στην Κόνιτσα. Τι θάνατο είχε ποιος ξέρει! Και έβλεπες, εκεί στο Κοινόβιο μερικοί νέοι μοναχοί πήγαιναν και έτρωγαν από το περίσσευμα που  άφηναν στα πιάτα τους τα γεροντάκια, για να πάρουν ευλογία! Μάζευαν τα περισσεύματα των κλασμάτων. Ή άλλοι ασπάζονταν το πόμολο, γιατί το ακούμπησαν οι πατέρες, και αυτός, όταν προσκυνούσε τις εικόνες, μόλις που ακουμπούσε το μουστάκι του στην εικόνα. Και το μουστάκι τι θα τραβούσε με το οινόπνευμα!

-Όταν, Γέροντα, κάτι τέτοιο γίνεται σε ιερά πράγματα, δεν είναι ανευλάβεια;

-Μα από ‘κει ξεκινάει κανείς και φθάνει πιο πέρα. Έφθασε στο σημείο να μην προσκυνάει, γιατί φοβόταν μήπως εκείνος που προσκύνησε πριν από αυτόν είχε καμιά αρρώστια!

-Δηλαδή, για να μην σιχαίνεται κανείς, δεν πρέπει να δίνει σημασία;

-Τι σαβούρες που τρώνε οι άνθρωποι και δεν τις βλέπουν! Άμα κάνει κανείς τον σταυρό του, είτε φοβία είτε νοσοφοβία, βοηθάει μετά ο Χριστός. Εκεί στο Καλύβι πόσοι περνάνε που έχουν διάφορες αρρώστιες! Και μερικοί απλοί κάνουν τον σταυρό τους, οι καημένοι, παίρνουν το κύπελλο που έχω εκεί και πίνουν νερό. Οι άλλοι που φοβούνται δεν το αγγίζουν. Ήρθε πριν από λίγες μέρες κάποιος που είχε πολύ μεγάλη θέση σε κάποια υπηρεσία. Τόσο φοβάται ο καημένος τα μικρόβια, που έχει ασπρίσει τα χέρια του για να τα καθαρίζει με οινόπνευμα. Ακόμη και το αυτοκίνητο του το τρίβει με οινόπνευμα! Τον λυπήθηκα! Ξέρεις τι είναι να έχει τέτοια θέση και να κινείται έτσι; Του έδωσα λουκούμι, και δεν το πήρε, επειδή το έπιασα. Αλλά και στο κουτί να ήταν, πάλι δεν θα το έπαιρνε, γιατί σκεφτόταν ότι και στο κουτί θα το έβαλε κάποιος άλλος με τα χέρια του. Παίρνω το λουκούμι, το τρίβω στα παπούτσια του και το τρώω.Του έκανα κάμποσα τέτοια και τρόμαξα να τον κάνω να ελευθερωθεί λίγο από αυτό. Να και σήμερα ήρθε εδώ μια κοπέλα που είχε νοσοφοβία. Και όταν μπήκε μέσα δεν πήρε ευχή, γιατί φοβόταν μην κολλήσει μικρόβια, και όταν έφυγε, έπειτα από τόσα που της είπα,για να την βοηθήσω, πάλι δεν πήρε ευχή. “Δεν σου φιλώ το χέρι, μου λέει, γιατί φοβάμαι μην κολλήσω μικρόβια”! Τι να της πεις; Κάνουν έτσι μαύρη την ζωή τους.

Μεγαλύτερη αρρώστια είναι το να πιστέψει ο άνθρωπος στον λογισμό του ότι έχει κάποια αρρώστια. Ο λογισμός αυτός του δημιουργεί άγχος, τον κάνει να στεναχωριέται, να μην έχει όρεξη για φαγητό, να μην μπορεί να κοιμηθεί, και τελικά αρρωσταίνει, ενώ ήταν καλά. Να είναι άρρωστος κανείς και να κάνει θεραπεία, αυτό το καταλαβαίνω αλλά να είναι υγιής και να νομίζει ότι είναι άρρωστος και να αρρωσταίνει στα καλά καθούμενα, αυτό είναι… Ένας λ.χ., ενώ έχει και σωματική και πνευματική δύναμη, δεν μπορεί να κάνει τίποτε, γιατί έχει πιστέψει στον λογισμό που του λέει ότι δεν είναι καλά, με αποτέλεσμα να σβήνει σωματικά και πνευματικά. Δεν είναι ότι λέει ψέματα. Αν ο άνθρωπος πιστέψει ότι κάτι έχει, πανικοβάλλεται, τσακίζεται, και δεν έχει μετά κουράγιο να κάνει τίποτε. Έτσι αχρηστεύεται χωρίς λόγο.

Έρχονται μερικοί στο καλύβι που είναι εντελώς τσακισμένοι. “Μου λέει ο λογισμός ότι έχω έιτζ”, λένε και το πιστεύουν. Τους ρωτάω: “Μήπως συνέβη εκείνο, εκείνο;”. “Όχι”, μου λένε. “Τότε άδικα στεναχωριέσαι. Πήγαινε να κάνεις την εξέταση, για να σου φύγει ο λογισμός”. “Και αν γίνει η εξέταση και βρουν ότι έχω;”, λένε μερικοί και δεν μ’ ακούν και βασανίζονται. Ενώ αυτοί που ακούν, κάνουν εξέταση, βλέπουν ότι δεν έχουν τίποτε και, να δείτε, το πρόσωπό τους αλλάζει, το κουράγιο επανέρχεται. Οι άλλοι από την στεναχώρια ξαπλώνουν στο κρεβάτι και ούτε να φάνε δεν θέλουν. Εντάξει έχεις έιτζ. Για τον Θεό δεν υπάρχει δύσκολο πρόβλημα. Αν ζήσεις πιο πνευματικά, εξομολογείσαι, κοινωνάς κ.λπ., θα βοηθηθείς.

-Πως ξεκινάει, Γέροντα, και νομίζει κάποιος ότι είναι άρρωστος;

-Σιγά-σιγά καλλιεργεί αυτόν τον λογισμό. Πολλές φορές μπορεί να υπάρχει κάποια αιτία, αλλά να μην είναι κάτι σοβαρό. Βγάζει μετά ο λογισμός κάτι ακόμη και το μεγαλοποιεί. Όταν ήμουν στη μονή Στομίου, ήταν ένας οικογενειάρχης στην Κόνιτσα που νόμιζε ότι είχε φυματίωση. Δεν άφηνε την γυναίκα του να πάει κοντά του. “Μην πλησιάζεις, της έλεγε, θα κολλήσεις”. Σε ένα ξύλο κρεμούσε η καημένη το καλάθι με το φαγητό και του το έδινε από μακριά. Η φουκαριάρα είχε λιώσει. Τα παιδιά του τα κακόμοιρα από μακριά τον έβλεπαν. Αυτός εν τω μεταξύ δεν είχε τίποτε, αλλά, επειδή ο ήλιος δεν τον έβλεπε – ήταν κλεισμένος μέσα και τυλιγμένος συνέχεια με τις κουβέρτες -, ήταν κίτρινος και πίστευε ότι έχει χτικιό. Σηκώνομαι και πάω στο σπίτι του. Μόλις με είδε, μου λέει: “Μην με πλησιάζεις, καλόγερε, μην κολλήσεις κι εσύ, και έρχεται κόσμος εκεί στο μοναστήρι. Έχω χτικιό”. “Ποιος σου είπε, μωρέ, ότι έχεις χτικιό;”, του λέω. Η γυναίκα του έφερε να με κεράσει γλυκό καρύδι. “Άνοιξε το στόμα σου, του λέω. Θα κάνεις υπακοή τώρα”. Το άνοιξε, δεν ήξερε τι θα κάνω. Βάζω το καρύδι μέσα στο στόμα του και το γυρνάω δυο-τρεις φορές φορές και ύστερα το παίρνω και το τρώω. “Μη, μη, θα κολλήσεις!”, φώναζε. “Τι θα κολλήσω! Τίποτε δεν έχεις, του λέω. Αν είχες χτικιό, χαμένο το είχα να το κάνω αυτό; Σήκω να βγούμε έξω”. Λέω στην γυναίκα του: “Πέταξε τα όλα, φάρμακα, κουβέρτες…”. Τον σηκώνω και βγαίνουμε έξω. Έπειτα από τρία χρόνια που ήταν κλεισμένος μέσα κοιτούσε τον κόσμο παράξενα. Ύστερα, σιγά, σιγά, πήγε και  στην δουλειά του. Τι είναι ο λογισμός, όταν τον καλλιεργείς!

Οσίου Παϊσίου Αγιορείτου

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ

Εκδόσεις ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ “ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ ”

ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ